- πάλλιο(ν)
- και παλλίο(ν), το (ΑΜ πάλλιον και παλλίον)επενδύτηςνεοελλ.1. στενή και επιμήκης λωρίδα μάλλινου λευκού υφάσματος, η οποία κοσμείται με πέντε ενυφασμένους μελανούς σταυρούς και φέρεται στους ώμους από τους επισκόπους τής Δυτικής Εκκλησίας, ως ένδειξη τής εύνοιας τού πάπα και ως σύμβολο τής αναλήψεως αρχιερατικής δικαιοδοσίας2. ένδυμα που φέρεται από τους μοναχούς τής Ορθόδοξης Εκκλησίας ως σύμβολο τής αφθαρσίας και σεμνότητας και το οποίο ταυτίζεται σήμερα με το εξώρασομσν.-αρχ.(στους Ρωμαίους) τετράπλευρο ή ορθογώνιο τεμάχιο υφάσματος, κατά απομίμηση τού ελληνικού ιματίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pallium (< palla «στολή, πέπλος»), πιθ. ελληνικής προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.